- διδυμαίου
- διδυμαῖονneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Διδυμαίου — Διδυμαῖος their temple masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μίλητος — I Μυθολογικό πρόσωπο, ιδρυτής της Μιλήτου, φίλος του Σαρπηδόνα. Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν τον μύθο του με μερικές παραλλαγές. Ο Απολλόδωρος υποστηρίζει πως ήταν γιος του Απόλλωνα και της Αρείας, ενώ ο Οβίδιος τον αποκαλεί Δικωνίδη, δηλαδή… … Dictionary of Greek
Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
Δίδυμοι ή Δίδυμα — Αρχαία πόλη της Ιωνίας στα Ν της Μιλήτου, όπου βρίσκεται η σημερινή πόλη Γέροντας. Η ονομασία της θεωρείται καρικής προέλευσης, από τους Κάρες που ήταν εγκατεστημένοι κάποτε εκεί. Έγινε ονομαστή από το αρχαιότατο μαντείο του ναού του Διδυμαίου… … Dictionary of Greek
Ρεγιέ, Ολιβιέ — (Rayer, 1874 – 1887). Γάλλος αρχαιολόγος. Αρχικά ήταν μέλος της γαλλικής αρχαιολογικής σχολής της Αθήνας και με την ευκαιρία της παραμονής του στην Ελλάδα μελέτησε τις ελληνικές αρχαιότητες και παρακολούθησε τις ανασκαφές στον Κεραμεικό και την… … Dictionary of Greek